ακαχύνω

ακαχύνω
ἀκαχύνω (Α)
απαντά στους τύπους ἀκαχῡναι και ἀκαχυνέμεν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αναδιπλασιασμένος τ. ενεστώτα αντί ἄχομαι* (ή ἀχέω*) βλ. ἀκαχίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀκαχύνω — ἀ̱καχύ̱νω , ἀκαχύνω aor ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀκαχύ̱νω , ἀκαχύνω aor subj act 1st sg ἀκαχύ̱νω , ἀκαχύνω pres subj act 1st sg ἀκαχύ̱νω , ἀκαχύνω pres ind act 1st sg ἀκαχύ̱νω , ἀκαχύνω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαχῦναι — ἀκαχύνω aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαχίζω — ἀκαχίζω (Α) 1. θλίβω, πικραίνω (Όμ. π 432) 2. παθ. στενοχωρούμαι, πικραίνομαι (Όμ. δ 806). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος (σε ίζω) τ. τού ρήματος ἄχομαι*, που έχει προέλθει με αναδιπλασιασμό (πρβλ. τους επίσης αναδιπλασιασμένους τύπους αορίστου και… …   Dictionary of Greek

  • ἀκαχυνέμεν — ἀκαχῡνέμεν , ἀκαχύνω pres inf act (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”